- βουπομπος
- βουπομπόςβου-πομπός2справляемый с участием священных быков
(ἑορτά Pind.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἑορτά Pind.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
βουπομπός — βουπομπός, ο (Α) φρ. «βουπομπὸς ἑορτή» εορτή με πομπή βοδιών … Dictionary of Greek
βουπομπός — celebrated with a procession of oxen masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βους — ο (AM βοῡς, ο, Α και βοῡς, η) βόδι (ταύρος, αγελάδα ή μοσχάρι) (αρχ. μσν.) φρ. «βοῡς ἐπὶ γλώσσῃ βέβηκε», «βοῡς ἐπὶ γλώσσης ἐπιβαίνει», «βοῡν ἐπὶ τῆς γλώττης ἔχω» βουθαίνομαι, δεν αποκαλύπτω αυτά που γνωρίζω αρχ. βοῡς, η 1. δέρμα βοδιού, ασπίδα 2 … Dictionary of Greek